Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020

Έλληνες



Και να αδερφέ μου
που και πάλι
είμαστε οι Έλληνες
χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα!
Στο ένα
όλοι αυτοί που δεν αντέχουμε
ως Έλληνες
να ευτελίζονται έγκυες γυναίκες
και να πνίγονται παιδιά...
Στο άλλο
όλοι αυτοί που γινόμαστε άγρια θεριά
με πρόσχημα την πατρίδα
και τον πατριωτισμό μας
ακόμα και σε ίχνος σκόνης
που έχει μια ξένη μυρουδιά
Το μόνο μας καλό
αυτό κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει 

πως ακόμη και αδερφοφάδες
γινόμαστε αδερφοποιτοί
σαν θα υπάρξει χρεία
για κείνο το ομόαιμο και το ομόγλωσσο
και σα σημάνουν οι καμπάνες
"Σπαρτιάτες" κι "Αθηναίοι"
είμαστε πάλι ΕΛΛΗΝΕΣ!!!

Πόπη Ζαράγκα 
5/3/2020

Τρίτη 7 Μαΐου 2019

ΛΟΥΘΗΡΑΝΟΙ και ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ




ΕΑΠ/ΕΠΟ 30: ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ EΤΟΣ 2018-2019
4η Γραπτή Εργασία
της Ζαράγκα Καλλιόπης

Θέμα :
«Προσέγγιση Λουθηρανών με το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και αντιδράσεις της καθολικής Εκκλησίας»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή
Θρησκευτική Μεταρρύθμιση και Προτεσταντισμός
Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως: η θέση και ο ρόλος του μετά το 1453
Η προσέγγιση Λουθηρανών και Ορθοδόξων
·         Οι επιστολικές επαφές
·         Τα αποτελέσματα του διαλόγου
Οι αντιδράσεις της Καθολικής Εκκλησίας  
 Συμπεράσματα
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  



Εισαγωγή
        Στα μέσα του 16ου αιώνα επιχειρείται η πρώτη επίσημη θεολογική προσέγγιση των Λουθηρανών με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, με σκοπό  τη στήριξη των θέσεων και του γοήτρου του προτεσταντισμού έναντι του καθολικισμού. Η Καθολική εκκλησία αντιδρά άμεσα, λαμβάνοντας δραστικά μέτρα, προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντά της και την θέση της στην Ανατολή (Ι.Ε.Ε.,1974:115-117 & 121).
        Στην παρούσα εργασία θα αποπειραθούμε να παρουσιάσουμε τον επιστολικό δογματικό διάλογο επιφανών λουθηρανών θεολόγων και λογίων με τους οικουμενικούς πατριάρχες, θα επισημάνουμε τα αποτελέσματά του, καθώς και τις αντιδράσεις της Καθολικής Εκκλησίας.
       
Ø  Θρησκευτική Μεταρρύθμιση και Προτεσταντισμός
        Το 16ο αιώνα εμφανίστηκε το κίνημα της Μεταρρύθμισης. Αν και τα αίτιά του δεν ήταν μόνο θρησκευτικά, αλλά και πολιτικά, καθώς ο πάπας, ο κύριος στόχος που αποσκοπούσε να πλήξει η μεταρρύθμιση, ήταν, εκτός από θρησκευτικός ηγέτης, και πολιτικός με απεριόριστες εξουσίες, εντούτοις καταγράφτηκε ως θρησκευτική Μεταρρύθμιση. Σημαντικό ρόλο στην εμφάνισή της έπαιξε η ουμανιστική κίνηση της Αναγέννησης, της οποίας  το πνεύμα κριτικής και  ανεξαρτησίας κλόνισε τη μεσαιωνική κοσμοθεωρία, δίνοντας για πρώτη φορά αξία στο άτομο και στον πολίτη, καθώς και η κακή και προκλητική συμπεριφορά του κλήρου (Γκότσης,2001:69 & 75). Ο ανώτερος κλήρος ζούσε πολυτελή και κοσμική ζωή, ενώ ο κατώτερος ήταν αμόρφωτος, ζούσε στην απόλυτη πενία και συντηρούνταν από την ελεημοσύνη των πιστών και αρκετό κομμάτι του σύχναζε ή και συντηρούσε ταβέρνες και χαρτοπαιχτικές λέσχες (Burns,1983:122-123). Η κατάσταση αυτή προκάλεσε την αντίδραση φωτισμένων κληρικών και διανοούμενων και κατέληξε στο κίνημα της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης (Ράπτης,1999:146-147).
        Αφορμή για την εκδήλωση της Μεταρρύθμισης (1517) ήταν η προκλητική και σκανδαλώδης ενέργεια του πάπα Λέοντα Γ΄ παραχώρησης στους πιστούς γραπτής άφεσης αμαρτιών επ’ αμοιβή. Η εκμετάλλευση της αμάθειας και του φόβου των πιστών για την κόλαση και το καθαρτήριο και της παραπλάνησης περί εξιλασμού των αμαρτιών και εξαγνισμού της ψυχής με την αγορά συγχωροχαρτιών, εξόργισε τον Μαρτίνο Λούθηρο, ιεροκήρυκα και καθηγητή Θεολογίας στο πανεπιστήμιο της Βιττεμβέργης. Ο Λούθηρος θυροκόλλησε (31/10/1517) στην εκκλησία των ανακτόρων 95 θέματα προτεινόμενα προς δημόσια συζήτηση, με τα οποία κατέκρινε την πώληση των συγχωροχαρτιών, καθώς και τις υπόλοιπες καταχρήσεις και αυθαιρεσίες της παπικής εκκλησίας (Ράπτης,1999:148 & Burns,1983:123). Η αντίδραση αυτή του Λούθηρου κατά του παπισμού οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου θρησκευτικού δόγματος του Λουθηρανισμού ή Προτεσταντισμού. Η διδασκαλία του Λούθηρου διαδόθηκε με ταχείς ρυθμούς σε όλη σχεδόν τη Γερμανία και τις Σκανδιναβικές χώρες. Μετά από αιματηρές εξεγέρσεις και αγώνες αναγνωρίστηκε, (1555) με τη θρησκευτική ειρήνη της Αυγούστας, η ισότητα  των δύο δογμάτων και εδραιώθηκε ο Προτεσταντισμός στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης (Ράπτης,1999:149-150).

Ø Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως: η θέση και ο ρόλος του μετά το 1453
        Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, ο Μωάμεθ Β΄ παραχωρεί προνόμια στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αποσκοπώντας στη συνεργασία των Ελλήνων στα διοικητικά και οικονομικά ζητήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και στην ενίσχυση των αποσχιστικών τάσεων και της διάστασης ανάμεσα στην Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία και τη Δυτική Ευρώπη. Για τους λόγους αυτούς περιβάλλει τον πατριάρχη με μεγάλη εύνοια και του παραχωρεί, όπως και στους διαδόχους του, πολύ μεγαλύτερη εξουσία απ’ όση στα χρόνια των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Τον αναγνωρίζει  ως εθνάρχη, ανώτερο εκκλησιαστικό και πολιτικό άρχοντα όλων των ορθόδοξων πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και τον ορίζει αντιπρόσωπο του έθνους των ορθοδόξων  στην Υψηλή Πύλη, ώστε να υπερασπίζεται τα δικαιώματά τους και να διευθετεί οποιαδήποτε υπόθεσή τους. Τα αυξημένα δικαιώματα, η ένταξη στο διοικητικό μηχανισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αναγνώριση του πατριάρχη ως κοσμικού άρχοντα δεν στερούνται ιδιοτέλειας. Οι υπερεξουσίες και τα προνόμια απαιτούν τη διατήρηση της τάξης, της νομιμοφροσύνης και της υποταγής. Έτσι απ’ τη μια το πατριαρχείο είναι ο «φάρος» που θα διατηρήσει αμείωτη την πίστη των υπόδουλων Ελλήνων στην Ορθοδοξία και τις ελληνικές παραδόσεις, αλλά απ’ την άλλη ακολουθεί μια παθητική στάση «υποτακτικής συνύπαρξης του Γένους με τον κατακτητή, με ελάχιστες κατά καιρούς εξαιρέσεις» (Ι.Ε.Ε,1974:92-98).

Ø Η προσέγγιση Λουθηρανών και Ορθοδόξων

·         Οι επιστολικές επαφές
         Από τα μέσα του 16ου αιώνα διενεργούνται επίσημες και διεξοδικές επιστολικές επαφές μεταξύ  επιφανών λουθηρανών θεολόγων και λογίων, και των ορθοδόξων οικουμενικών πατριαρχών. Η πρώτη επαφή καταγράφεται το 1559 με τον επίσημο απεσταλμένο του Πατριαρχείου  στη Βιττεμβέργη , διάκονο της Μεγάλης Εκκλησίας, Δημήτριο. Ο Δημήτριος, κατά την παραμονή του στη Βιττεμβέργη, έρχεται σε επαφή με λουθηρανούς θεολόγους, αναμεσά τους και τον συνεργάτη του Λούθηρου, τον ελληνιστή Φίλιππο Μελάχθονα, θεωρητικό της Μεταρρύθμισης και βαθύ γνώστη της Ορθοδοξίας. Πριν την αναχώρηση του Δημητρίου από τη Βιττεμβέργη, ο Μελάχθων του παραδίδει επιστολή για τον πατριάρχη Ιωάσαφ Β΄, στην οποία υποστηρίζει τη δυνατότητα προσέγγισης Λουθηρανισμού και Ορθοδοξίας. Εστιάζει στα κοινά σημεία των δύο δογμάτων, τονίζει το σεβασμό των Λουθηρανών προς τους Έλληνες Πατέρες, την, με περισσή ευσέβεια, μελέτη τους της Αγίας Γραφής και επισημαίνει τις αντιθέσεις τους απέναντι στον Καθολικισμό. Ο Ιωάσαφ, αποφεύγοντας να δώσει συνέχεια σε αυτό το άνοιγμα επαφών με τους Γερμανούς λουθηρανούς, δεν απαντά ποτέ. (Ι.Ε.Ε,1974:117,121).
        Αντίθετα με τον Ιωάσαφ, ο πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός θα αποδειχθεί ένας πρόθυμος και πράος συνομιλητής, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως είναι αδύνατη η σύγκλιση μεταξύ των δύο δογμάτων. Ανυποχώρητος υπερασπιστής των αρχών της ορθοδοξίας και της εκκλησιαστικής παράδοσης, με πνεύμα χριστιανικό, πλήρους πατρικών νουθεσιών και αδελφικής αγάπης, χωρίς φανατισμούς και ακρότητες, με πραότητα και σοβαρότητα, καταδεικνύει με σαφήνεια τις αρχές της ορθόδοξης πίστης και  επισημαίνει τις διαφορές των δύο δογμάτων (Ι.Ε.Ε,1974:117-119).
        Ο Ιερεμίας δέχεται από τους διακεκριμένους Γερμανούς θεολόγους Ιάκωβο Andrea και  Μαρτίνο Κρούσιο σειρά επιστολών. Βάση τους είναι η «Αυγουσταία Ομολογία», το θεμελιώδες κείμενο της λουθηρανής παράδοσης, την οποία οι δύο θεολόγοι διανθίζουν, καταδεικνύοντας τα κοινά σημεία των δύο δογμάτων,  καθιστώντας σαφή το στόχο τους, της συνένωσης των δύο Εκκλησιών (Ι.Ε.Ε,1974:117-118).
        Στις απαντήσεις του ο Ιερεμίας, αναλύει το ορθόδοξο δόγμα. Επισημαίνει πως αυτό στηρίζεται όχι μόνο στην Αγία Γραφή, όπως το προτεσταντικό, αλλά και στην Ιερά Παράδοση. Με ευγενικό και διπλωματικό τρόπο, δηλώνει πως, παρά την τεράστια διαφορά των δύο δογμάτων, η ορθόδοξη Εκκλησία δεν απορρίπτει εκ των προτέρων τις απόψεις τους, αλλά είναι ανοιχτή για περαιτέρω επικοινωνία και συζήτηση, παραμένοντας όμως πιστή στις αρχές και τις αξίες του ορθόδοξου δόγματος. Η επιστολιμαία επικοινωνία αποκαλύπτει το ευνοϊκό κλίμα δογματικού διαλόγου των δύο Εκκλησιών, καθώς και τα κίνητρά τους. Οι προτεστάντες επιδιώκουν να βρουν ένα σύμμαχο απέναντι στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και να ενισχύσουν τη θέση τους έναντι του παπισμού, ενώ στόχος των ορθοδόξων είναι η διαφώτιση των ετεροδόξων. Ο διάλογος κλείνει με την τρίτη απόκριση του Ιερεμία. Με έντονο, σύντομο και περιεκτικό λόγο καταδεικνύει το άγονο του διαλόγου και την ανάγκη τερματισμού του, καθώς είναι ανέφικτο να υπάρξει συμφωνία στα δογματικά ζητήματα. Παράλληλα εκφράζει τη πρόθεση να διατηρηθεί το πνεύμα φιλίας και καλής διάθεσης ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες. Οι Λουθηρανοί, επιθυμώντας τη συνέχιση του διαλόγου, στέλνουν (12/1581) νέα επιστολή στον Ιερεμία, στην οποία όμως εκείνος αφήνει αναπάντητη, δίνοντας τέλος σε αυτόν τον πρώτο επίσημο διάλογο Λουθηρανών και Ορθοδόξων (Ι.Ε.Ε, 1974:117-121).

·         Τα αποτελέσματα του διαλόγου
        Ο επιστολικός αυτός δογματικός διάλογος θεωρείται σημαντικής θεολογικής και ιστορικής αξίας. Ξεκαθαρίστηκαν και καθορίστηκαν με σαφήνεια οι διαφορές ανάμεσα στα δύο δόγματα, ώστε να μην υπάρξουν στο μέλλον «περιθώρια παρερμηνειών και παρεξηγήσεων», καθώς ο Ιερεμίας ανέλυσε ενδελεχώς τις διαφορές τους. Οι Προτεστάντες δέχονται ως μοναδικό μέσο για τη σωτηρία του ανθρώπου την πίστη, απορρίπτοντας τις νηστείες, την προσευχή το μοναχισμό και τα προσκυνήματα. Θεωρούν πως η διδασκαλία του Χριστού βρίσκεται μόνο στην Αγία Γραφή και η  Ιερά Παράδοση δεν έχει καμιά αξία αν δεν συμφωνεί με αυτήν. Υποστηρίζουν πως  κάθε Προτεστάντης έχει δικαίωμα στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής όπως αυτός θέλει. Δεν αποδέχονται τα μυστήρια ως αγωγούς της Θείας χάριτος, αλλά ως απλές τελετές. Απορρίπτουν την ιεροσύνη, την προσκύνηση των εικόνων, τις εορτές των αγίων και την  Παναγία ως Θεοτόκο. Κύριο σημείο της λατρείας τους είναι το κήρυγμα και όχι τα τελετουργικά του ορθόδοξου δόγματος, όπως η θεία λειτουργία (Ι.Ε.Ε,1974:119-121).
        Οι επιστολικές επαφές εγείρουν το ενδιαφέρον των Καθολικών. Καθώς οι αποκρίσεις του πατριάρχη αντικρούουν τις προτεσταντικές θέσεις, οι Λατίνοι θεολόγοι τις χρησιμοποιούν για να πλήξουν το κύρος του Προτεσταντισμού, κάτι που δεν ήταν στις προθέσεις του πατριάρχη. Όμως, χάρη στα κείμενα αυτά, αναπτύσσεται και διαδίδεται μια αξιόλογη θεολογική φιλολογία και γίνεται γνωστό στο λατινικό κόσμο το ορθόδοξο δόγμα (Ι.Ε.Ε,1974:119-121).
        Ο επιστολιμαίος διάλογος, εξαιτίας των αναμφισβήτητα μεγάλων διαφορών ανάμεσα στα δύο δόγματα, καταλήγει σε αδιέξοδο και καθιστά σαφές πως η συνένωση είναι αδύνατη. Ωστόσο συμβάλλει θετικά «στη γνώση και τη γνωριμία θεσμών και προσώπων» των δύο Εκκλησιών. Τέλος, απότοκος σημαντικής αξίας είναι το μνημειώδες ουμανιστικό έργο του ελληνιστή Μαρτίνου Κρούσιου,  «Turcograccia», στο οποίο σημειώνεται πλήθος στοιχείων και πληροφοριών για την πολιτική, εκκλησιαστική και εκπαιδευτική οργάνωση της οθωμανοκρατούμενης Ελλάδας του 16ου αιώνα (Ι.Ε.Ε.,1974:121).

Ø  Οι αντιδράσεις της Καθολικής Εκκλησίας       

         Στις επαφές Λουθηρανών-Ορθοδόξων η Καθολική Εκκλησία αντιδρά άμεσα. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τη Μεταρρύθμιση, συγκαλεί τη σύνοδο του Trento, στην οποία λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις περί προσεταιρισμού της  Ανατολικής Εκκλησίας. Οι ελληνορθόδοξες παροικίες της Ιταλίας εμποδίζονται πλέον να ασκούν ελεύθερα τις θρησκευτικές τους συνήθειες. Σεβαστός αριθμός Ελλήνων προσηλυτίζεται βίαια στον Καθολικισμό, με σοβαρότατες συνέπειες ως προς την «αλλοίωση της εθνικής τους συνείδησης και της γλώσσας τους». Με εντολή του πάπα Γρηγόριου του ΙΓ΄ τυπώνονται σε 12000 αντίτυπα οι ιερές κατηχήσεις της καθολικής Εκκλησίας στα ελληνικά και στέλνονται στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, προκειμένου να ισχυροποιηθεί και ολοκληρωθεί η  καθολική προπαγάνδα, καταφθάνει σε αρκετές  περιοχές του ελλαδικού χώρου ικανός αριθμός Ιησουϊτών μισσιονάριων. Τέλος, ο Γρηγόριος ΙΓ΄ ιδρύει στη Ρώμη το Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου, το οποίο στελεχώνει με άριστους, Ιησουϊτες, εκπαιδευτικούς. Σκοπός του είναι, εκτός από την μόρφωση και την πνευματική άνοδο των ελληνοπαίδων, η διδασκαλία του δόγματος του καθολικισμού και η επάνοδος των «σχισματικών» Ελλήνων Ορθοδόξων στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας  (Ι.Ε.Ε.,1974:122-123).
         Η ορθόδοξη κοινότητα δυσανασχετεί σε αυτή την πιεστική καθολική προπαγάνδα. Παρά τις ελάχιστες δογματικές διαφορές Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας εντείνεται η, από αιώνων , βαθύτατη αντιπάθεια των ορθοδόξων απέναντι στους καθολικούς. Έλληνες λόγιοι και θεολόγοι (Γαβριήλ Σεβήρος, Μελέτιος Πηγάς), στρέφονται με τα συγγράμματά τους εναντίον της Καθολικής Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης αντιλαμβανόμενος την κρίσιμη κατάσταση της ορθόδοξης Εκκλησίας, δε διστάζει να ζητήσει τη συμμαχία των προτεσταντών, κίνηση που του στοιχίζει τη ζωή του (Ι.Ε.Ε.,1974:122-123, Hering,2003:295-296&367).  

Συμπεράσματα
        Με τη διάσπαση της Δυτικής Εκκλησίας, το Ορθόδοξο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως γίνεται αντικείμενο διεκδίκησης του Λουθηρανισμού και του Καθολικισμού. Ο διαχριστιανικός διάλογος μεταξύ προτεσταντών και ορθοδόξων πραγματοποιείται μέσα σε πνεύμα ειρηνικό και αμοιβαίου σεβασμού. Αν και η κατάληξή του δεν οδηγεί στο προσδοκώμενο, από τους Λουθηρανούς, αποτέλεσμα, της ένωσης των δύο Εκκλησιών, εντούτοις θεωρείται σημαντικός, καθώς δημιουργείται ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης και κατανόησης μεταξύ των δύο Εκκλησιών (Ι.Ε.Ε,1974:115-116).
       Αντίθετα, η βίαιη αντίδραση και επιθετική προπαγανδιστική συμπεριφορά της καθολικής Εκκλησίας οξύνει ακόμη περισσότερο την ήδη βαθύτατη  αντιπάθεια των ορθοδόξων απέναντί της, απομακρύνοντας, τουλάχιστον μέχρι και σήμερα, το ενδεχόμενο συνένωσης των δύο Εκκλησιών, παρά τις ελάχιστες δογματικές διαφορές τους.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γκότσης Γ., «Μεταρρύθμιση και Αντιμεταρρύθμιση», ΕΑΠ, Πάτρα, 2001
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, (Ι.Ε.Ε) τ. Ι’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1974
Ράπτης Κ., «Γενική Ιστορία της Ευρώπης» τ. Α΄, ΕΑΠ, ΠΑΤΡΑ,1999
Burns E.M, «Εισαγωγή στην ιστορία και τον πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης», τ. Α΄, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1983
 Hering G, «Οικουμενικό πατριαρχείο και ευρωπαϊκή πολιτική 1620-1638», ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003


Βαθμός: 9

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ 41
ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ: 2018-2019

Τρίτη Γ.Ε της Ζαράγκα Καλλιόπης


 ΘΕΜΑ: «Παρουσιάστε τις βασικές γραμμές της κριτικής της Νεωτερικότητας από τη Σχολή της Φρανκφούρτης»

v ΕΙΣΑΓΩΓΗ

                Την περίοδο του Μεσοπολέμου, και συγκεκριμένα το 1923, αναδύεται η νεομαρξιστική Σχολή της Φρανκφούρτης, άτυπος όρος του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας, ως φιλοσοφικό ρεύμα «Κριτικής Θεωρίας» απέναντι στη νεωτερικότητα. Η Σχολή συγκροτείται από έναν κύκλο Γερμανοεβραίων διανοητών, τον Max Horkheimer, τον Theodor Adorno και τον Herbert Marcuse. (Craib,2011:304) Οι τρεις αυτοί στοχαστές, διατυπώνουν θέσεις και απόψεις που συγκλίνουν στη διαπίστωση της κυριαρχίας της καπιταλιστικής κοινωνίας επί των μελών της, μέσω του εργαλειακού λόγου και  της πολιτιστικής βιομηχανίας και προτείνουν διεξόδους και εναλλακτικές για την όδευση, από τον υφιστάμενο φιλελεύθερο κόσμο, προς την ελευθερία και την ευτυχία, καθώς και το μετασχηματισμό της κοινωνίας σε μια «συνένωση ελεύθερων ανθρώπων». (Ιακώβου, 2008:297,301)  
        Στην εργασία αυτή θα επιχειρήσουμε την προσέγγιση της Κριτικής Θεωρίας, ευθύς μόλις κάνουμε μια σύντομη παρουσίαση των βιογραφικών στοιχείων κάθε στοχαστή.


v ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ

                   I.            ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

·         Max Horkheimer η «κυρίαρχη μορφή της Σχολής της Φρανκφούρτης»
        Ο Max Horkheimer γεννήθηκε το 1895 στη Στουτγκάρδη από  Εβραίους γονείς. Λόγω οικογενειακών προβλημάτων εγκατέλειψε το γυμνάσιο στην ηλικία των δεκαέξι ετών για να εργαστεί στο εργοστάσιο του πατέρα του, το οποίο και τελείωσε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.  Στη συνέχεια σπούδασε φιλοσοφία και ψυχολογία. Το 1925, με τη διατριβή του  «Η Κριτική της Κριτικής Ικανότητας» του Καντ, ανακηρύχθηκε υφηγητής και το επόμενο έτος διορίστηκε ως υφηγητής στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Το 1930 ο Horkheimer εκλέχθηκε να αναλάβει τη διεύθυνση του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας, μια θέση που κράτησε για πολλά χρόνια. Το ίδιο έτος αναλαμβάνει την έδρα της κοινωνικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, την οποία κρατά μέχρι τη συνταξιοδότησή του, στα μέσα της δεκαετίας του 60. (https://www.marxists.org/glossary/people/h/o.htm#horkheimer-max)

·         Theodor Adorno το «πνεύμα που πάντα αρνείται»
        Ο Theodor Adorno διεθνούς φήμης κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, μουσικολόγος και συνθέτης, γόνος πλούσιου Εβραίου εμπόρου κρασιών, γεννήθηκε στη Φρανκφούρτη το 1903. Θεωρούνταν παιδί-θαύμα, καθώς είχε από μικρός το χάρισμα να σκέφτεται και να τα ξέρει όλα. Εξελίχθηκε σε μια ανατρεπτική διάνοια, σε ένα ανεξάρτητο πνεύμα, στο «πνεύμα που πάντα αρνείται», όπως λέει ο Γκαίτε. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Ντέτλεβ Κλάυσεν, ο Theodor Adorno είναι η «τελευταία μεγαλοφυΐα» της εποχής μας, ένας ταλαντούχος διανοητής, που ξεκινώντας ως «παιδί-θαύμα»,  αξιοποιεί με ακατάπαυστη εργασία τα ταλέντα του. (https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/o-themeliwtis-tis-kritikis/)

·         Herbert Marcuse ο «πατέρας της Νέας Αριστεράς»
        Ο Herbert Marcuse (1898-1979) ήταν Γερμανός εβραϊκής καταγωγής, θεωρητικός μαρξιστής, κοινωνιολόγος και φιλόσοφος. Θεωρείται από τους κορυφαίους στοχαστές του 20ού αιώνα. Ως μέλος του Ι.Κ.Ε πρωτοστάτησε στη διαμόρφωση της Κριτικής Θεωρίας. Το 1934 αυτοεξορίστηκε στις ΗΠΑ, όπου κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εργάστηκε ως αναλυτής στο Γραφείο Στρατιωτικών Μελετών (OSS). Αργότερα ως καθηγητής, δίδαξε σε πολλά αμερικανικά πανεπιστήμια.  Χαρακτηρίστηκε  «πατέρας της Νέας Αριστεράς», καθώς κατά τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70 εμπνεύστηκαν από τη σκέψη του ριζοσπάστες διανοούμενοι και πολιτικοί ακτιβιστές. (https://www.protoporia.gr/author_info.php?authors_id=907776)


               II.            «Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ»

·         Ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο, θεωρητικό υπόβαθρο, περιεχόμενο, στόχοι και επιδιώξεις
        Η Σχολή της Φρανκφούρτης αναδύεται κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, μια περίοδο κατά την οποία το όραμα του Διαφωτισμού για κοινωνική πρόοδο, ευημερία, δημοκρατία και ελευθερία διαψεύδεται. (Φωτόπουλος, 2010:326) Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η εγκατάλειψη των αρχών της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Σοβιετική Ένωση και η διαμόρφωση (σε αυτήν) μιας μορφής ολοκληρωτικής δικτατορίας, καθώς και η οικονομική κρίση του 1929, σηματοδότησαν την αμφισβήτηση του φιλελεύθερου πολιτικού συστήματος και ενίσχυσαν την άνοδο των ολοκληρωτικών  καθεστώτων, του Φασισμού και του Ναζισμού. (Ράπτης, 2000:167)  Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία το 1933, με το Ναζισμό να βρίσκεται στη Γερμανία σε πλήρη άνθηση, αναγκάζει τη Σχολή της Φρανκφούρτης να αναζητήσει νέα πατρίδα και να  καταφύγει στις Η.Π.Α.  όπου εκεί βιώνει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και την εδραίωση του καπιταλισμού ως κοινωνικού συστήματος. Μέσα σε αυτό το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο συντρίβεται το Δυτικοευρωπαϊκό αριστερό κίνημα και επομένως «κάθε ελπίδα για μια ριζική κοινωνική αλλαγή», καρατομείται η δημοκρατία από το ναζισμό, την κινητήρια δύναμη της εξέλιξης των καπιταλιστικών κοινωνιών, γαλουχήθηκε και εκδηλώθηκε το κοινωνιολογικό πνεύμα των Αντόρνο, Χορκχάιμερ και Μαρκούζε, κύριων εκπροσώπων της «Κριτικής Θεωρίας». (Craib, 2011:304-305)
        Ο Χορκχάιμερ το 1930 διατυπώνει τους βασικούς στόχους της Κριτικής Θεωρίας, καταδεικνύοντας πως αυτή συνιστά μια παρέμβαση στην κρίση του μαρξισμού. Η Κριτική Θεωρία ασκεί κριτική στα παραδοσιακά φιλοσοφικά και επιστημολογικά συστήματα της εποχής, επισημαίνοντας την ανάγκη συγκερασμού της έρευνας όλων των κοινωνικών επιστημών, προκειμένου να παραχθεί ουσιώδης συνδυαστική γνώση και όχι μια απλή καταγραφή αφηρημένων και εξειδικευμένων ζητημάτων. Ως βασικό κριτήριο ορθότητας της θεωρίας θέτει την επικρατούσα κοινωνική κατάσταση, την έρευνα και επεξήγηση των κρίσιμων κοινωνικών γεγονότων, τις συνθήκες που τα γέννησαν, καθώς και τη βαρύτητα των αποτελεσμάτων που απορρέουν από την Κριτική Θεωρία και τη δυνατότητά της «να συμβάλλει στη διαμόρφωση ή και στη μετατροπή του κόσμου». (Ιακώβου, 2008:298-301) Για να επιτευχθεί αυτό είναι απαραίτητο να μελετηθούν όλοι οι υφιστάμενοι κοινωνικοί και ιστορικοί παράγοντες. Η κοινωνία αντιμετωπίζεται ως μια ολότητα που επηρεάζει και «οδηγεί» την επιστήμη, η οποία εξαρτάται και επηρεάζεται από την κοινωνία, καθώς

βασίζεται (η επιστήμη) σε μια κοινωνική θεωρία. (Craib, 2011:315-316)
 

        Η «Κριτική Θεωρία» έλκει την καταγωγή της από τη  διαλεκτική εγελιανή φιλοσοφία. Σημείο αναφοράς της είναι τα νεανικά κείμενα του Μαρξ και ειδικότερα η έννοια της αλλοτρίωσης. (Craib, 2011:290, Jay, 2009:41) Η μαρξιστική ανάλυση εμπλουτίζεται με τη φροϋδική θεωρία.  Έτσι διαμορφώνεται ένα ερευνητικό πρόγραμμα που επεκτείνεται σε πολλά πεδία της κοινωνικής πραγματικότητας, (μαζική κουλτούρα, αισθητική…) στοχεύοντας στη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα «στην οικονομική ζωή, την ψυχική ανάπτυξη των ατόμων και τις πολιτισμικές μεταβολές». (Ιακώβου, 2008:299)
        Η προβληματική της Κριτικής Θεωρίας είναι η κυριαρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας επί των μελών της, η οποία με τρόπους και μέσα χειραγώγησης και εξαπάτησής τους, φτάνει στον προσδοκώμενο στόχο της, τη διασφάλιση και διαιώνιση του καπιταλισμού. (Craib, 2011:308) Αυτό το καταπιεστικό, κυριαρχικό σύστημα, χαρακτηριστικό της νεωτερικής κοινωνίας, είναι, κατά τον Μαρκούζε, ένα παράλογο και παραμορφωμένο «παιδί» του Διαφωτισμού. Ο Διαφωτισμός έχει αποδειχθεί μια «μαζική απάτη» (Ιακώβου, 2008:306) καθώς το εγγενές στοιχείο του, η ορθολογικότητα, οδήγησε στην ανάπτυξη της βιομηχανικής-καπιταλιστικής κοινωνίας και, κατ’ επέκταση, στην αλλοτρίωση της ανθρώπινης φύσης και της αποξένωσης του ατόμου από τον εαυτό του. (Φωτόπουλος, 2010:326-327)  Η κοινωνία που ο ίδιος ο άνθρωπος δημιούργησε, πλέον ως καπιταλιστική, κυριαρχεί  πάνω του, τον αλλοτριώνει και τον χειραγωγεί σαν δικό της δημιούργημα. Αυτή η αντίφαση, η κοινωνία ως, αφενός ανθρώπινο δημιούργημα, και αφετέρου ως αυτόνομος και καταπιεστικός μηχανισμός, είναι το αντικείμενο της Κριτικής Θεωρίας που έθεσε ο Χορκχάιμερ. (Ιακώβου, 2008:300-301, Craib, 2011:291)
        Η καπιταλιστική οικονομία, «μετά από μια πορεία ανόδου ανάπτυξης των ανθρώπινων δυνάμεων και κυριαρχίας και χειραφέτησης του ατόμου πάνω στη φύση», δρα ανασταλτικά στον άνθρωπο, ο οποίος ως αυτόνομη ηθική οντότητα έχει χαθεί.  Χρησιμοποιώντας την τεχνολογία και την επιστήμη, αντί για πολιτισμό παράγει βαρβαρότητα, δημιουργώντας «ολοκαυτώματα» και εξοντώνοντας εκατομμύρια ανθρώπους. Ο Ορθός επιστημονικός Λόγος υποτάσσεται πλέον στην πνευματική κυριαρχία ενός ακρωτηριασμένου ηθικά πνεύματος. Επιδίωξή του είναι, όχι η ευτυχία και καλυτέρευση της ζωής του ανθρώπου, αλλά η εξεύρεση μέσων και μεθόδων για την πραγμάτωση στόχων, δηλαδή ταξικών, πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, αδιάφορων για τις ηθικές συνέπειες, προκαλώντας καταστροφή, φρίκη και ολοκαυτώματα. Αυτή η αντίφαση συνιστά την προβληματική της Κριτικής Θεωρίας, αλλά και το ενδιαφέρον της για την ανατροπή και το ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας σε μια κοινωνία «συνένωσης ελεύθερων ανθρώπων». (Ιακώβου, 2008:301)

·         Εν αρχή ην ο άνθρωπος       
        Εν αρχή ην ο άνθρωπος, βουτηγμένος στο φόβο της άγνοιας και του άγνωστου, έρμαιο του φυσικού κόσμου και των αμείλικτων δυνάμεών του. Εν αρχή ην ο άνθρωπος που αναζήτησε μέσα από το Λόγο να κατανοήσει τη φύση, τον κόσμο γύρω του και τον εαυτό του, ώστε με τον περήφανο καλπασμό του έμψυχου αλόγου να περπατά, ως έλλογο ον, γερά πάνω στη γη, αποδεσμευμένος από τις «άλογες» και «μαγικές» δυνάμεις του φυσικού κόσμου. Εν αρχή ην ο άνθρωπος που, με όπλο του τον Ορθό επιστημονικό Λόγο, στόχευσε να οδηγηθεί στην απομάγευση του κόσμου, ώστε να καλπάζει ελεύθερος από προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες, καθώς θα έχει κατανοήσει και συμφιλιωθεί με τη φύση και τα όντα της, και κατ’ επέκταση  με την κοινωνία και τα μέλη της. Στόχευσε να δημιουργήσει πολιτισμό, για μια κοινωνία όπου τα μέλη της θα ζουν ευτυχισμένα και ειρηνικά και θα προοδεύουν, για τα ίδια και για το όλον  της ανθρωπότητας.
        Σε αυτή την αποθέωση του Λόγου και την ακλόνητη πίστη στην πρόοδο οι εκφραστές της Σχολής της Φρανκφούρτης ασκούν κριτική, χαρακτηρίζοντας το Διαφωτισμό «μαζική απάτη» (Ιακώβου, 2008:306), παρατηρώντας πως ο ορθολογισμός έχει οδηγήσει σε ένα κόσμο βαρβαρότητας, καταπίεσης και ανελευθερίας. Θεωρούν πως ο Διαφωτισμός ως κίνημα βασίζεται στην προοδευτική σκέψη και την απαλλαγή του ανθρώπου από τον αρχέγονο φόβο της άγνωστης φύσης που απειλεί την αναπαραγωγή και επιβίωσή του, στοχεύοντας στην αυτοσυντήρηση και την κυριαρχία του πάνω στη φύση. (Ιακώβου, 2008:307) Σύμφωνα με αυτά ο Διαφωτισμός δεν νοείται απλώς ως νεωτερικό κίνημα, αλλά ως ο ίδιος ο ορθολογισμός, με θεμελιώδη αρχή του την επικυριαρχία και τον έλεγχο του ανθρώπου στη φύση, μέσω της επιστημονικής γνώσης και των τεχνολογικών εξελίξεων. Όμως έτσι ο Λόγος υποβιβάζεται σε μια εργαλειακή λογική. Ό,τι δεν κατανοείται ορθολογικά, ή δεν είναι χρήσιμο, ή δεν εξηγείται μέσω της αφαιρετικής μαθηματικής σκέψης, θεωρείται ύποπτο για το Διαφωτισμό, καθώς εμποδίζει τη διαδικασία της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση και, επομένως πρέπει να ακυρωθεί. (Ιακώβου, 2008:308,310) Η φύση «αντικαθίσταται» από μαθηματικές έννοιες, αξιώματα, νόμους, κανόνες και πειθαρχημένες ιδεολογικές διεργασίες. Δημιουργείται έτσι μια κοινωνική πραγματικότητα, η νεωτερική, προκαθορισμένη και νομοτελειακά άδικη, καθώς το «κυρίαρχο» άτομο υποβιβάζεται σε αντικείμενο με προβλέψιμες και συμβατικές συμπεριφορές και αντιδράσεις και ο επιστημονικός Λόγος, ως εργαλειακός, εκφράζει, προωθεί και προστατεύει συγκεκριμένα ταξικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. (Ιακώβου, 2008:310-311, Χορκχάιμερ, 1987:16-18)
        Ο Χορκχάιμερ και ο Αντόρνο παρατηρούν αντιστοιχίες της εργαλειακής λογικής του διαφωτισμού, εξήγηση, αφαίρεση, ταξινόμηση, συστηματοποίηση και προδιαγεγραμμένη κοινωνική πραγματικότητα, με το μύθο. Μέσα από το μύθο δεν αναδύεται κάτι καινούριο και ελπιδοφόρο, αλλά το παλιό, με τη λογική κατάληξη πως καθετί  νέο και πρωτόγνωρο πρέπει να τιμωρηθεί/αφαιρεθεί και να επικρατήσει η λογική της επανάληψης, του προδιαγεγραμμένου/προκαθορισμένου που θα υπηρετήσει τα συμφέροντα της κοινωνίας την οποία εκφράζει. Κοντολογίς, αν και ο Διαφωτισμός ευαγγελίστηκε, με τον Ορθό Λόγο, την απομάγευση του κόσμου και την κάθαρσή του από  δεισιδαιμονίες και φαντάσματα και την καθολική χειραφέτηση του ανθρώπου από το Μύθο και τις προκαταλήψεις, τελικά παρέμεινε δέσμιός τους. (Ιακώβου, 2008:310-311)
        Οι δύο στοχαστές, Αντόρνο και Χορκχάιμερ, υποστηρίζουν πως ο Λόγος του Διαφωτισμού στη νεωτερική κοινωνία έχει καταστεί εργαλειακός, καθώς χρησιμοποιείται για τη χειραγώγηση της ανθρώπινης σκέψης, «αποκηρύσσοντας την ελπίδα» (Ιακώβου, 2008:310)  για την προσέγγιση της αλήθειας, την κατάκτηση της ελευθερίας και τη χειραφέτηση. Έχει αποξενωθεί από το περιεχόμενό του που τον προσδιόριζε ως Λόγο με Λ κεφαλαίο, την ικανότητα δηλαδή του σκέπτεσθαι και του λέγειν, και η χρήση του είναι πλέον καθαρά γλωσσική, με συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες και χωρίς καμιά άλλη λειτουργία. (Χορκχάιμερ, 1987:17) Με απλά και κατανοητά λόγια ο Λόγος νοείται ως «η λογική», ο συλλογισμός και «ο ορθολογισμός», ενώ ο εργαλειακός λόγος είναι εκείνος που εξυπηρετεί ωφελιμιστικούς σκοπούς, το «εργαλείο» για την επίτευξη υλικών στόχων.

·         Εργαλειακός λόγος
        Ο εργαλειακός λόγος κυριαρχεί σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της νεωτερικής κοινωνίας και έχει δύο διαστάσεις. Απ’ τη μια νοείται ως ο τρόπος «σκέψης και θέασης του κόσμου», δηλαδή πώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο συνολικά, αλλά και τα επί μέρους στοιχεία του, καθώς και ο τρόπος που  χρησιμοποιεί κάθε φορά συγκεκριμένα στοιχεία ως εργαλεία για να πετύχει τους σκοπούς του. Η δεύτερη διάσταση συνίσταται στο πώς το άτομο αντιμετωπίζει την επιστημονική γνώση για την επίτευξη των στόχων του. Στο σημείο αυτό ο εργαλειακός λόγος αποκτά διττή σημασία, καθώς διαχωρίζει ριζικά την αντικειμενική πραγματικότητα από την υποκειμενική κρίση. Εν ολίγοις ο εργαλειακός λόγος μας προσφέρει  τη γνώση για την επίτευξη των στόχων μας, αλλά σε μας εναπόκειται πώς θα αξιοποιήσουμε αυτή τη γνώση και ποιους σκοπούς θα υπηρετήσουμε μέσω αυτής. Η επιστήμη δίνει στον άνθρωπο τις απαραίτητες γνώσεις για να φτάσει σε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα. Δεν θέτει όρους για το πώς αυτό θα αξιοποιηθεί παραπέρα, αν δηλαδή θα χρησιμοποιηθεί για ειρηνικούς σκοπούς ή για βασανιστήρια και θηριωδίες. Η αξιοποίηση των επιστημονικών γνώσεων εναπόκειται στον ίδιο τον άνθρωπο (Craib, 2011:309-311) που, δυστυχώς, εξαιτίας του «η επιστήμη κατηγορήθηκε για κατώτερη ηθικότητα, αλλά αυτή η κατηγορία είναι άδικη.  Η ηθική συμπεριφορά είναι θέμα παιδείας, είναι μια καθαρά ανθρώπινη υπόθεση». (Αϊνστάιν, αποφθεύγματα).       
        Σύμφωνα με την Κριτική Θεωρία, η εργαλειοποίηση του Λόγου και η χρήση του από τις καπιταλιστικές κοινωνίες μετάλλαξε τον άνθρωπο και τη φύση σε σύμβολα, αριθμούς και μετρήσιμα στοιχεία, εξαφανίζοντας έτσι την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Κατά τον Μαρκούζε ο άνθρωπος, σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία, καταστέλλει τα ένστικτά και τις επιθυμίες του για ηδονή, μια καταστολή που ως ένα βαθμό θεωρείται θεμιτή προκειμένου να δομηθεί ο πολιτισμός και η αρμονική κοινωνική οργάνωση. Όμως οι πλεονάζοντες περιορισμοί που επιβάλλονται από την κοινωνική κυριαρχία, σε συνδυασμό με την καταπίεση  από την εντατικοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής, οδηγούν στην πλήρη καταπίεση και χειραφέτηση των ανθρώπινων ενστίκτων, ακυρώνοντας την έννοια του Λόγου που αποτελεί το πρόταγμα και το διακύβευμα του Δυτικού πολιτισμού. Έτσι η τεχνολογική ορθολογικότητα διαμορφώνει μια νεωτερική κοινωνία, στην οποία δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη και επικράτηση ολοκληρωτικών (φασιστικών, ναζιστικών, σταλινικών) καθεστώτων, μιας ολοκληρωτικής κοινωνίας όπου τα μέλη της δεν έχουν το δικαίωμα του αυτοκαθορίζεσθαι. (Φωτόπουλος, 2010:327-328)

·         Πολιτιστική βιομηχανία και μαζική κουλτούρα

        Οι τρεις στοχαστές ασχολήθηκαν με την πολιτιστική βιομηχανία για τριάντα περίπου χρόνια, όπως μαρτυρούν τα κείμενά τους. Καθώς βρίσκονται αυτοεξόριστοι στην Αμερική μετά την άνοδο του φασισμού και την ανάρρηση του Χίτλερ στην εξουσία το 1933, έρχονται σε επαφή με τη βιομηχανία της ψυχαγωγίας και τη διαμόρφωση της μαζικής κουλτούρας, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα της αυθεντικής τέχνης. Εντοπίζουν πως η μαζική κουλτούρα συνιστά μια μορφή πολιτιστικού ολοκληρωτισμού, καθώς μέσω αυτής χειραγωγείται η κοινωνία και σχηματοποιείται ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής. Η αυθεντική και αυτόνομη τέχνη περιθωριοποιείται, αδυνατώντας να αναμετρηθεί με την επέλαση και επιβολή ενός κερδοσκοπικού πολιτισμού, ο οποίος στοχεύει στην ανάγκη για ανθρώπινη ψυχαγωγία, με μοναδική του αξία τον ήχο του χρήματος και το όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στο χρηματιστήριο. Η πολιτιστική βιομηχανία, συνεπικουρούμενη από τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις, χειραγωγεί και ποδηγετεί τις μάζες με αμφιβόλου ποιότητας αναγνώσματα, θεάματα και ακροάσεις, δημιουργώντας, μέσω των ΜΜΕ και των διαφημίσεων, νέα αισθητικά πρότυπα. Η τέχνη δεν στηρίζεται πλέον στην έμπνευση, αλλά στην κοινωνική επιβολή και στην πολιτική και οικονομική κυριαρχία, αποβλέποντας στην ενδυνάμωση και αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας. (Φωτόπουλος, 2010:329-330)
        Ο Μαρκούζε, ασκεί κριτική στο θετικισμό και τον κατηγορεί πως, ως ιδεολογικό δόγμα της τεχνοκρατικής κοινωνίας, εμποδίζει τα άτομα να δουν την πραγματικότητα όπως ακριβώς είναι, τους διαμορφώνει μια ψευδή συνείδηση γι’ αυτήν, με αποτέλεσμα να αποδέχονται αναντίρρητα κάθε υφιστάμενη κατάσταση. Έτσι διαμορφώνεται ένας μονοδιάστατος και τυποποιημένος τρόπος ζωής και σκέψης, ξεκομμένος και αποξενωμένος από κάθε δημιουργική ανησυχία. Ο Μαρκούζε αναζητά, μέσα από την κριτική στάση του, να αναδείξει τις αντιφάσεις του εργαλειακού λόγου και προτάσσει την αντικατάστασή του από μια άλλη, καθαρότερη μορφή που θα δίνει τη δυνατότητα της χειραφέτησης του ατόμου και της απελευθέρωσής του από την καταπίεση, ώστε να δημιουργηθεί ένας κόσμος όπου η φύση και η κοινωνία θα συνυπάρχουν ελεύθερα και ειρηνικά και θα εκπληρούν την επιθυμία των ανθρώπων για ευτυχία. Αμφισβητεί ανοιχτά την εργατική τάξη ως υποκείμενο επανάστασης, θεωρώντας πως αυτή πλέον εφησυχάζει και έχει γίνει κομμάτι της νεωτερικής κοινωνίας και της ψεύτικης ευημερίας της. Γι’ αυτό αναζητά, ξεφεύγοντας της κλασικής μαρξιστικής αντίληψης, νέα ανατρεπτικά κοινωνικά υποκείμενα στους περιθωριακούς της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας, αλλά και στο σπουδαστικό κίνημα νεολαίας. (Φωτόπουλος, 2010:327-332)

v  ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

        Η Κριτική Θεωρία αποτελεί μια κριτική επίθεση κατά της νεωτερικότητας, και των κοινωνικοοικονομικών, τεχνολογικών και πολιτισμικών αλλαγών που την χαρακτηρίζουν. Οι τρεις στοχαστές συγκλίνουν στην άποψη πως το όραμα του Διαφωτισμού για ελευθερία και πρόοδο διαψεύστηκε, καθώς η ορθολογικότητα υποβιβάστηκε σε μέσο τυποποίησης του ανθρώπινου πνεύματος. Η επιστημονική πρόοδος και η τεχνολογική εξέλιξη κατέστησαν υπηρέτες των συμφερόντων της καθεστηκυίας τάξης, πέρα και έξω από κάθε ηθική, έναντι ακόμη και αυτής της αξίας της ίδιας της ανθρώπινης ζωής.
        Αν και η Κριτική Θεωρία έδωσε όραμα για τη διαμόρφωση μιας ποιοτικής, ελεύθερης και ειρηνικής  κοινωνίας, όμως απέτυχε να μετουσιώσει σε πράξη το ιδεολογικό της οπλοστάσιο. Εντούτοις, η αμφισβήτηση  των καπιταλιστικών δομών, το πνεύμα ρομαντικής διάθεσης και η κριτική της στη μαζική κουλτούρα, ανέδειξε και πυροδότησε κινήματα αμφισβήτησης και σφράγισε την κριτική της στη νεωτερικότητα.

Βαθμός: 9,00


v  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ø  Ιακώβου, Βίκυ (2008), «Η Κριτική Θεωρία και η Νεωτερικότητα», στο Σ. Κονιόρδος (επιμ.), Κοινωνική Σκέψη και Νεωτερικότητα, Αθήνα, εκδόσεις Gutenberg
Ø  Ράπτης, Κ, (2000) «Γενική Ιστορία της Ευρώπης κατά το 19ο και 20ο αιώνα», τομ. Β΄ Πάτρα, ΕΑΠ
Ø  Φωτόπουλος, Νίκος (2008), «Από τον Μονοδιάστατο Άνθρωπο στην Αποικιοποίηση του Βιοκόσμου: Χέρμπερτ Μαρκούζε και Γιούργκεν Χάμπερμας απέναντι στη Νεωτερικότητα», στο Σ. Κονιόρδος (επιμ.), Κοινωνική Σκέψη και Νεωτερικότητα, Αθήνα, εκδόσεις Gutenberg
Ø  Craib, Ian (2011), «Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία: Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας» (επιμ. Παντελή Ε. Λέκκα), Αθήνα, εκδόσεις Τόπος
Ø  Χορκχάιμερ, Μαξ (1987), «Η Έκλειψη του Λόγου», μτφρ. Θέμις Μίνογλου, Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ

Copyright©iepoxhtonakron/by:Ζαραγκα Κοροβεση Ποπη